"25th hour" project | Page 712

“25th hour” project Βινίτσιο Ντούβλης | 10.5.2015 Ούρλιαξε (ξανά) μόλις έπιασε εκείνο το χέρι μέσα στο σκοτάδι. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο υγρασία. Κάπου στο βάθος άκουγε μια βρύση να στάζει. Ίσως, όμως, ήταν απλώς η φαντασία της. Ίσως ήταν όλα στο μυαλό της, όπως το ότι είχε πιάσει ένα χέρι… ένα σκληρό, (νεκρό) κρύο (νεκρό) χέρι. Όχι, η αλήθεια ήταν ότι δεν άγγιζε τίποτα. Ήταν ξαπλωμένη σε ένα στρώμα. Που βρωμούσε. Και το δωμάτιο βρωμούσε. Μούχλα. Αποσύνθεση. (θάνατο.) Το χέρι ήταν κρύο όπως ήταν κι εκείνη ένα λεπτό (μια ανάσα) νωρίτερα. Κρύωνε και γύρω της ήταν όλα λευκά. Χιονισμένα, θυμήθηκε. Ήταν όλα χιονισμένα. Παντού χιόνι κι εκείνος δεν την έβρισκε. Είχε (χαθεί) κρυφτεί. Είχε βρει μια κρυψώνα γιατί έπαιζαν ένα παιχνίδι. Το λέγανε «ψάξε να με (σώσεις) βρεις». Εκείνος φώναζε το όνομά της, θυμήθηκε, αλλά ο αέρας το έπαιρνε μαζί του, μακριά. Η λέξη σκόρπιζε στον ουρανό και γινόταν ένα με τις χιονονιφάδες. Άραγε θα τον ξαναέβλεπε ποτέ; Τρόμαξε. Η σκέψη την ξάφνιασε. Φυσικά και θα τον ξαναέβλεπε. Δεν ήξερε πότε… Κάποτε 712