"25th hour" project | Page 634

“25th hour” project Οι ώρες, δεν υπήρχαν πια. Οι κανόνες των λεπτών, των ωρών και των δευτερολέπτων, είχαν εκμηδενιστεί μπροστά στην λατρεία προς τον ύψιστο όλων. Η λατρεία προς τον Θεό, δεν βασιζόταν σε ένα συνεπές πρόγραμμα. Ήταν μια πράξη αυτοθυσίας, ένας αέναος κύκλος δοξολογίας προς την αθάνατη ψυχή. Η δοξολογία αυτή εκφερόταν από τα πληγιασμένα, ματωμένα χείλη του. Δεν πίστευε στον χρόνο, όμως η φθορά του ήταν παντού. Ο Θεός, ήταν μια εξωκόσμια δύναμη, ασύμβατη με τους κανόνες. Η μόνη ώρα που του είχε επιτρέψει ο Θεός, ήταν η 25η ώρα. Μετά από τις αχρονολόγητες δοξασίες, ήταν η μόνη ώρα που του επιτρεπόταν, να έχει συνείδηση της καλογερικής μορφής του, των πληγωμένων ποδιών του και της πονεμένης ψυχής του. Και αυτή όμως, η ασύμβατη με τους κανόνες 25η ώρα, ήταν αφοσιωμένη στο Θεό. Ο καλόγερος, μετά το πέρας του εσπερινού, πήγαινε στην τραπεζαρία, με τον Θεό να τον ακολουθεί και έτρωγαν μαζί στην τραπεζαρία. Ο Θεός του επέτρεπε να εκφραστεί ελεύθερα και να του μιλήσει για τους προβληματισμούς του, χωρίς όμως ποτέ να του δίνει λύσεις. Στην αρχή είχε απογοητευτεί και είχε ερμηνεύσει την στάση αυτή ως έλλειψη κατανόησης, όμως ο άχρονος Θεός του, του έδωσε να καταλάβει, πως αυτό που μετρά είναι να πιστεύεις και να νομίζεις, πως τον ακούς να σου μιλάει. Ακριβώς, εκείνη τη στιγμή, χαράχτηκε στο νου, ένας ψίθυρος, γεμάτος κατανόηση: - Είσαι ο μοναδικός μου πιστός. Αγωνιώντας, για μια ακόμη συνάντηση με τον Θεό, κατέβη τα σκαλοπάτια, προσπέρασε την κλειδωμένη πόρτα του μαγειρείου και βγήκε στο κρύο προαύλιο. Τα πόδια του πονούσαν και το κεφάλι του κρύωνε, στον ψυχρό, φθινοπωρινό αέρα, έπρεπε όμως να αγνοήσει την φθορά, που προκαλούσε ο χρόνος στο σώμα του. Ήταν μόνος του τώρα. Ο άχρονος εαυτός του, ήταν ένα με τον άχρονο Θεό του. Ο καλόγερος, ξεκλείδωσε την πόρτα και μπήκε στο εσωτερικό του σκοτεινού ναού. 634