"25th hour" project | Page 631

“25th hour” project Παβαρότι… Έκανε και πρίμο σεκόντο με τα μουγκανητά από τα πρόβατα, έτσι; Δεν μιλάς. Τι να πεις άλλωστε; Εντάξει, είναι λιγάκι πρόβλημα το ότι είσαι πεθαμένος. Αλλά και όταν ζούσες; Σάμπως μιλούσες; Σε μένα τουλάχιστον γιατί αλλού κι αλλού… μια χαρά τα έλεγες Αποστολάκη μου. Λαλίστατος! Τα κορίτσια στο μαγαζί είχαν να λένε. «Αχ, τί πνευματώδης ο κύριος Αποστόλης, αχ, τί ευφυής ο κύριος Αποστόλης…» Αυτά έξω από το σπίτι. Γιατί με το που πατούσες το πόδι σου εδώ, μούγκα! Όποτε δηλαδή πατούσες το πόδι σου εδώ. Γιατί μονίμως έλειπες. Κόντευα να ξεχάσω τη φυσιογνωμία σου: Αποστόλης, αυτός ο άγνωστος! Κι όταν σου παραπονιόμουν, τι έλεγες; «Είκοσι τέσσερις ώρες τη μέρα δουλεύω για να στα φέρνω δεν σου φτάνουν;» «Είκοσι τέσσερις ώρες τη μέρα λείπεις από το σπίτι», σου απαντούσα, «δεν σου φτάνουν κι εσένα;» «Να μου βρεις τότε μια ώρα παραπάνω» έλεγες. «Να τις κάνεις είκοσι πέντε τις ώρες για να προλαβαίνω να σου ‘ρχομαι εδώ και να με χαίρεσαι», μου απαντούσες. «Που να σου τη γεννήσει ο χάρος!» σου φώναζα έξαλλη καθώς έκλεινες την πόρτα πίσω σου. Και κοίτα να δεις που ο χάρος με άκουσε και στη γέννησε, Αποστολάκη μου. «Ώρα θανάτου 24.00» γράψανε στο χαρτί τη νύχτα που σε μαζέψανε ξερό από το κρεβάτι μιας από τις τσούλες σου. Όχι τίποτα άλλο, μας ρεζίλεψες κιόλας. Πού το είδες αυτό; Αντί για γαμπρός, νεκρός! Και μου παρέδωσαν το πτώμα σου για να το θάψω. Αμέσως μετά, την 25η ώρα. Τη δικιά μας ώρα! Αυτή που πάντα μας έλειπε. Και μετά ήρθε και η 26η και η