"25th hour" project | Page 48

“25th hour” project τα μυαλά και μια μέρα ανήγγειλε την αναχώρηση του για το Παρίσι. Έπειτα από ένα θυελλώδη καυγά όπου λίγα οικογενειακά κειμήλια διασώθηκαν η γυναίκα του έφυγε απ’ το σπίτι κι έτσι ο θείος μου αφότου μετακόμισε το νοίκιασε στον μπάρμαν του κλαμπ όπου κι έμεινε με την οικογένεια του. Μίλησα στον κύριο Minton για την επικείμενη απουσία μου. Φαίνεται πως όλα συνηγορούσαν στο να πραγματοποιήσω το πρώτο μου ταξίδι με αεροπλάνο στην Ευρώπη διότι αν και είχα πολλές επιφυλάξεις δεν υπήρξε καμία αρνητική αντίδραση εκ μέρους του, μου ανέθεσε μάλιστα να παραδώσω ένα μικρό πακέτο σε ένα φίλο του στην γαλλική πρωτεύουσα. Δανείστηκα ένα ταξιδιωτικό σάκο απ’ τον σερβιτόρο και ξεκίνησα να τον ετοιμάζω απ’ την επόμενη μέρα λες και το αεροπλάνο θα έφευγε σε μερικές ώρες. Οι μέρες που μεσολάβησαν μέχρι την αναχώρηση μου θα μπορούσαν να είναι ένας χρόνος ολόκληρος. Ευτυχώς δούλευα όσο περισσότερο άντεχα, κοιμόμουν μέχρι να πιαστεί το κορμί μου στο στρώμα κι έτσι έφτασε επιτέλους το πρωινό που στάθηκα με δέος μπροστά στην ασημένια άτρακτο του Douglas, περιμένοντας τη σειρά μου για να ανέβω στην κινητή σκάλα που θα με οδηγούσε στο εσωτερικό του. Κάθισα δίπλα στο παράθυρο, μπροστά απ’ το αριστερό φτερό και λίγα λεπτά αργότερα άκουσα μια γυναικεία φωνή, σπασμένη απ’ την ηλικία, να μου μιλάει: «Νεαρέ μου, θα σας παρακαλούσα να με αφήσετε να κάτσω στο φινιστρίνι. Θέλω να βλέπω έξω». Γύρισα και την κοίταξα θυμωμένος, έτοιμος να υπερασπιστώ τη θέση μου αλλά το εύθραυστο παρουσιαστικό της και η προχωρημένη ηλικία της δεν μου άφησαν περιθώριο. «Πολύ ευχαρίστως» της είπα και σηκώθηκα, στάθηκα για λίγο κοντά της για να γυρίσει τον κορμό της και να μεταφερθεί στην καρέκλα μου. «Είστε πολύ ευγενικός νεαρέ μου» μου είπε χαμογελώντας ενώ έδενε τη ζώνη ασφαλείας της. «Βλέπετε, ίσως να μην έχω την ευκαιρία να ξαναταξιδέψω κι αυτό είναι κάτι που πάντα έχουμε κατά νου εμείς οι γέροι. Ενώ εσένα σου εύχομαι να κάνεις όσα ταξίδια θέλεις για να ’χεις να θυμάσαι μετά, όταν θα γίνεις σαν και μένα». Εκείνη τη στιγμή πίστεψα ότι η γιαγιά θα με λιβάνιζε μέχρι να τροχοδρομήσουμε στο Ορλύ αλλά μόλις το αεροπλάνο βρέθηκε στους αιθέρες, έκλεισε τα μάτια της και δεν τα ξανάνοιξε παρά μονάχα μετά από οκτώ ολόκληρες ώρες. «Φτάνουμε νεαρέ μου;» μου είπε νυσταγμένα. 48