"25th hour" project | Page 420

“25th hour” project Victoria Alex | 30.11.2014 Ήταν ένα παγερό πρωινό του 2225. Όπως όλα τα πρωινά της παγερής ζωής μου. Κάποτε έλεγαν πως ένα ζεστό φως έλουζε τη γη… δεν το θυμάμαι. Τώρα ξέρα παντού, τοπίο γκρι και κρύο, πολύ κρύο. Πάνε μέρες που συνάντησα τον τελευταίο άνθρωπο, έναν κουρελή, ισχνό και κατηφή. Στα μάτια του φόβος. Προχωρούσε κουτσός σε ένα μονοπάτι σεληνιακό. Ανταλλάξαμε βλέμματα, μα όχι κουβέντες. Πάνε τουλάχιστον 25 χρόνια που έχω να μιλήσω με κάποιον. Όσα τα χρόνια της ζωής μου, τόσοι οι άνθρωποι που αντάμωσα. 25. Όλοι σιωπηλοί, βαστώντας στην πλάτη τους μια συνενοχή, για το τότε, το τώρα, το μετά. Το έρεβος ήταν ό,τι τους απέμεινε. Το τίμημα της αμαρτίας. Είχα μέρες να φάω. Ένιωθα ότι θα πεθάνω. Έκλεισα τα μάτια μου και έκλαψα. Η ανάσα μου ασθενική, βουβή, ετοιμοθάνατη. Δάκρυα για ένα κόσμο που δε γνώρισα ποτέ, παρά μόνο μέσα από τις αφηγήσεις και τα γλυκά μάτια της μάνας μου. Αναμνήσεις μιας ουτοπίας, ενός φαντάσματος. Όνειρα για γλυκές λίμνες και πράσινα έλατα, για δροσερό αέρα και για ζεστές θάλασσες. Είναι δύσκολο να ζεις στα όνειρα. Σκοτεινιάζεις. Αλλά παραδόξως, αυτά με κρατούσαν ζωντανή. Τράβηξα πάνω μου ένα χοντρό, βρόμικο πανωφόρι. Τα χέρια μου μπλαβιασμένα, μελανιασμένα. Αν υπήρχε μοίρα, την είχα αποδεχθεί. Είχα χάσει τις ώρες. Την αίσθηση του χρόνου. Δεν είχε σημασία πια ούτως η άλλως. Στους εφιάλτες θέλεις όλα να είναι σύντομα. Θέλεις ένα τέλος. Ζούσα στην 25η ώρα, στο τέλμα του κόσμου, μετά τη μεγάλη καταστροφή. Η 25η ώρα της ανθρωπότητας, η ώρα που έσβησε την ελπίδα, που εγκατέλειψε το θεό, που εκσφενδονίστηκε σαν βότσαλο στο σκοτεινό σύμπαν της ανυπαρξίας. 420