"25th hour" project | Page 398

“25th hour” project Έτσι, αποφάσισα πως το καλύτερο θα ήταν να μείνω εδώ. Μπορεί κάτι να του έτυχε. Ξανακάθισα και χάζεψα την σχεδόν μαύρη θάλασσα. Ξαφνικά, ένιωσα ένα χέρι στην πλάτη μου. Ταράχθηκα και γύρισα. Δεν ήταν ο εκείνος, αλλά ο αδερφός του. «Κυριάκο, τι κάνεις εδώ; Μήπως, έπαθε τίποτα ο Ανδρέας;» Είπα φανερά αγχωμένη. Δεν μίλησε, απλά με κοίταξε. Όχι, όπως τις άλλες φορές, αλλά είχε ένα πολύ περίεργο ύφος. Άρχισε να μου χαϊδεύει το πρόσωπο. Τραβήχτηκα και άρχισα να παραπατάω. Εκείνος όμως με μία αστραπιαία κίνηση με τράβηξε από την μέση και άρχισε να με φιλάει με ηδονή. Εγώ τον έσπρωχνα, αλλά ήταν πιο δυνατός. Δεν μπορούσα να κουνηθώ. Του φώναζα να με αφήσει και εκείνος με αγκάλιαζε ακόμα πιο βίαια, έτοιμος σχεδόν να μου σπάσει τα κόκαλα. Φώναζα τον Ανδρέα, αλλά δεν ήταν πουθενά. Σε κάποια φάση του δάγκωσα τα χείλη σε σημείο που έβγαλαν αίμα, εκείνος με χαστούκισε και εγώ έπεσα κάτω. Συνήλθα σχετικά γρήγορα και προσπάθησα να ξεφύγω, αλλά εκείνος με άρπαξε από τα μαλλιά. Με πέταξε κάτω και αφού με κλώτσησε δύο με τρεις φορές στο στομάχι, έπεσε σαν το αγρίμι απάνω μου και άρχιζε να μου σκίζει τα ρούχα. Έκλαιγα, φώναζα και τον χτυπούσα με όση δύναμη μου είχε απομείνει. Πλέον, ήταν αργά. Εκείνος είχε αρχίσει να μπαίνει μέσα μου και όσο πιο πολύ αντιδρούσα, τόσο πιο πολλή δύναμη έβαζε. Δεν μιλούσε, απλά μούγκριζε σαν ζώο. Εκείνη την ώρα ευχόμουν να με σκότωνε, αλλά ούτε αυτή την χάρη δεν μου έκανε, απλά απολάμβανε την πράξη, πατώντας πάνω στον δικό μου πόνο. Όταν, πια τελείωσε, έμεινε λίγο πάνω στο άψυχο πλέον κορμί μου και μου χάιδευε τα μαλλιά. Δεν μιλούσε, απλά ένιωθα να με μυρίζει. Σηκώθηκε αργά, σκούπισε τον ιδρώτα που έσταζε από τα μαλλιά του, κουμπώθηκε και έμεινε να με βλέπει που σπαρταρούσα στην άμμο. Μόλις, είχε αρχίσει να συνειδητοποιεί το τι είχε κάνει. Έκανε δύο βήματα πίσω, κοιτώντας με γουρλωμένα μάτια και μετά έκανε κίνηση να με σηκώσει. Εγώ γύρισα το πρόσωπο μου και δεν άπλωσα το χέρι. Ψέλλισε κάτι που έμοιαζε με συγνώμη και έφυγε γρήγορα για να μην το δει κανείς. 398