"25th hour" project | Page 274

“25th hour” project Γιώργος Κωστόπουλος | 15.9.2014 Ο τελευταίος πελάτης μπήκε στις 23:27. Ήταν ένας ηλικιωμένος με φθαρμένα ρούχα που ήδη τρέκλιζε από το ποτό. Αγόρασε ένα μπουκάλι φτηνό κρασί που θα τον βοηθούσε να καλύψει τα τελευταία μέτρα της απόστασης νηφαλιότητα - τύφλα στο μεθύσι. Στις 23:30 ακριβώς έκλεισα την κάβα και άρχισα να κάνω ταμείο. Καθάρισα όλ ο το μαγαζί, έλεγξα τον χώρο και στις 23:59 κοίταξα το ψηφιακό ρολόι μου, το μοναδικό δώρο που μου είχε κάνει ποτέ ο γέρος μου πριν η καρδιά του αποφασίσει να σταματήσει να δουλεύει. Ήταν η μοναδική ανάμνηση που είχα από αυτόν, το μοναδικό κομμάτι που με συνέδεε με ένα όχι και τόσο ευτυχισμένο παρελθόν που ήταν γεμάτο με την απουσία του. Κλείδωσα το μαγαζί, συνεχίζοντας την ιεροτελεστία της καθημερινής μου ρουτίνας και κατευθύνθηκα προς το αυτοκίνητο μου, αγνοώντας την απόκοσμη σιωπή της νύχτας. Κοντοστάθηκα για μια στιγμή λίγο πριν βάλω το κλειδί στην πόρτα και κοίταξα γύρω μου. Όλη η λεωφόρος ήταν βυθισμένη στο βαθύ πορτοκαλί χρώμα των νυχτερινών λαμπών - κι εκεί τέλειωνε κάθε ομοιότητα με οποιαδήποτε προηγούμενη νύχτα. Δεν υπήρχαν πεζοί, ούτε αυτοκίνητα που κινούνταν. Ακόμα και τα περιστέρια που συνήθως γουργούριζαν στις φωλιές τους, πάνω από το μαγαζί, ήταν σιωπηλά. Μια αμυδρή μυρωδιά σάπιου πλανιόταν στον αέρα. Ξανακοίταξα το ρολόι μου και νομίζω ότι τότε ήταν που συνειδητοποίησα ότι κάτι ήταν διαφορετικό: 24:04. Στα είκοσι χρόνια που είχα αυτό το ρολόι είχε χρειαστεί να το πάω στον μάστορα δύο φορές, το είχα ρίξει στο πάτωμα άλλες τέσσερις (στην οθόνη του υπήρχε ακόμα ένα μικρό ράγισμα) και του είχα αλλάξει μπαταρίες άπειρες φορές. Αλλά δεν θυμόμουν ποτέ να έχει μετρήσει μετά τα μεσάνυχτα με αυτόν τον τρόπο. «Τι διάολο», μουρμούρισα και το ξανακοίταξα. Τα δευτερόλεπτα συνέχιζαν το αέναο ταξίδι τους. 24:04:57. Και 58. 274