"25th hour" project | Page 234

“25th hour” project Χρήστος Κατόπης | 29.8.2014 Δρόμος. Νύχτα. Βγαίνει. Κοιτάει το ρολόι του φαρμακείου. 23:59. Πρέπει να βιαστεί. Όπως πάντα. Τρέχει. Την βλέπει να στρίβει στην απέναντι γωνία. Ο ήχος από τα πόδια του ταράζει τη σιωπή της νύχτας. 00:00. Ένα τετράγωνο ακόμη. Επιταχύνει. Στρίβει και εκείνος τη γωνία. Σχεδόν γλιστρώντας, φτάνει στη στάση. Εκείνη πουθενά. Κοιτάει το ρολόι του φαρμακείου. 00:01. Στο βάθος του δρόμου, το λεωφορείο απομακρύνεται. Πάλι τα ίδια. Σκατά. Κάθε φορά, κάθε που νύχτωνε, εκείνος έτρεχε. Και κάθε φορά, εκείνη απομακρυνόταν. Είχε περάσει σχεδόν ένας χρόνος που δουλεύαν σε κοντινά μαγαζιά. Είχε περάσει σχεδόν ένας χρόνος τώρα που την είχε πρωτοπροσέξει ένα πρωί που πήγαινε με το λεωφορείο στη δουλειά. Τότε ήταν μια απλή ωραία γυναίκα. Ύστερα, σταμάτησε να είναι μία τόσο απλή. Αργότερα, σταμάτησε να είναι μία. Και έγινε Η. Κάπως έτσι το πήρε απόφαση. Έπρεπε να της μιλήσει. Να τη ρωτήσει. Το όνομά της, το τηλέφωνό της, αν θα ‘θελε να βγούνε, αν τον είχε προσέξει και εκείνη, αν της άρεσε. Κάτι, τελοσπάντων. Κάτι. Δεν πήγαινε άλλο. Αλλά κάτι η δουλειά, που εκείνο τον καιρό της κρίσης, δεν επέτρεπε σε κανένα γκαρσόνι να σηκώνει κεφάλι για 25 ευρώ τη μέρα, κάτι η διστακτικότητα που επεδείκνυε σε τέτοιες περιπτώσεις στο φως της ημέρας, η μόνη ώρα που μπορούσε να της μιλήσει ήταν ανάμεσα στις 23:58 και τις 00:00. Ανάμεσα στ ο διάστημα που εκείνος σχολούσε και στο διάστημα που έφτανε το λεωφορείο με το οποίο εκείνη επέστρεφε σπίτι της, δηλαδή. Μια νύχτα, σαν όλες τις άλλες, πετάχτηκε έξω από την πόρτα του cafe bar που δούλευε για να κάνει το καθιερωμένο του ερωτικό σπριντ, εκείνο το “κυνήγι δίχως τέλος” όπως συνήθιζε να λέει στον εαυτό του. Κοίταξε το ρολόι του φαρμακείου. 23:59. Έπρεπε να βιαστεί. Όπως πάντα. Αρχίζοντας να τρέχει την είδε να στρίβει στη γωνία. Το ρολόι έγραφε 00:00. Του έμενε ακόμη ένα τετράγωνο. Επιτάχυνε. Τρέχοντας, κοίταξε στο δρόμο στα αριστερά του, περιμένοντας να δει το λεωφορείο να πλησιάζει. Μα τίποτα. Ύστερα κοίταξε μπροστά, στη στάση. Και τότε, πάγωσε. Εκεί, στην άδεια στάση, στον άδειο δρόμο, καθόταν Εκείνη. Η μία. Η. Εκείνη τη φορά το λεωφορείο δεν την είχε πάρει μαζί του. Είχε 234