"25th hour" project | Page 160

“25th hour” project ματάκια του, ο κ. βουλευτής κοίταξε φευγαλέα τον Μένη που αμήχανος κρατούσε την πόρτα για να περάσει ο κοντόχονδρος φαλακρός πατέρας του έθνους, ακολουθούμενος από τους αστυνομικούς που τον προστάτευαν από την αγάπη του λαού του. Πισωπατώντας, ο Μένης, έκανε χώρο για να περάσει η κουστωδία, με τον πατερούλη ανάμεσα στους δύο σωματοφύλακες που τον πέρναγαν δυόμισι κεφάλια ο καθένας. Ο Μένης μπήκε στο άδειο ασανσέρ που είχε πλημμυρίσει από την ακριβή κολόνια του γουρουνομάτη. Του ήρθε να ξεράσει, αλλά κρατήθηκε. Περπάτησε στον δρόμο, ρουφώντας καθαρό αέρα κι από τον τηλεφωνικό θάλαμο της παρακάτω γωνίας, πήρε τον γραμματέα για να τον ενημερώσει ότι ένας υψηλός πυρετός τον είχε κρατήσει κλινήρη. Ο γραμματέας του ευχήθηκε περαστικά με εγκαρδιότητα. Έτσι περνούσε ο καιρός. Ο Μένης άνεργος, χρεωμένος και καταθλιμμένος ζούσε – τι ζούσε, δηλαδή, επιβίωνε ο Μένης, μόνος πια, σε μια ημιυπόγεια γκαρσονιέρα. Χρωστούσε τέσσερα νοίκια και έξι μηνών κοινόχρηστα κι η γκρίνια της σπιτονοικοκυράς που ζούσε από πάνω, στον δεύτερο, ήταν αφόρητη. Κάτι αραιά μεροκάματα του ποδαριού που έκανε δεξιά κι αριστερά, τον κρατούσαν ακόμα εκτός των ορίων που οδηγούσαν στην εξαθλίωση, αλλά ήξερε ότι αυτή η κατάσταση δεν οδηγούσε πουθενά. Ναι, ο Μένης ήταν πια πεπεισμένος ότι το πράγμα δεν οδηγούσε πουθενά. Βουτηγμένος στην κατάθλιψή του, ήθελε να δώσει ένα τέλος στον μίζερο τούτον εφιάλτη. Του έλειπε η Έλλη, του έλειπε ο καναπές τους που τον είχε πουλήσει κι αυτόν κοψοχρονιά, του έλειπε η συλλογή με τις ταινίες τους, όλες αυτές οι εκατοντάδες σε DVD απ’ όπου η Έλλη διάλεγε κάθε φορά, την ταινία της βραδιάς - τότε. Του έλειπαν τα βιβλία του, τα ρούχα του, όλα τα πράγματα που είχε πουλήσει με το κιλό στον παλιατζή. Δεν είχε καταφέρει να αποσπάσει παρά δυο χιλιάρικα όλα κι όλα για όλα εκείνα τα αγαπημένα κτήματα πολλαπλάσιας αξίας. Διάβαζε στ α ψιλά των εφημερίδων για τους απελπισμένους αυτόχειρες που έπεφταν σαν σακιά από τις ταράτσες κι έσκαγαν πάνω στα βρώμικα πεζοδρόμια ή τους άλλους που τους έβρισκαν τουμπανισμένους στην άκρη του σχοινιού ή πράσινους από την κατάποση του φυτοφάρμακου και δεν μπορούσε να τους καταλάβει όλους αυτούς τους ανθρώπους ούτε πώς ούτε γιατί αποφάσιζαν να φύγουν έτσι μόνοι από τον μάταιο τούτον κόσμο. Μόνοι! 160