"25th hour" project | Page 158

“25th hour” project Alexandros Raskolnick | 25.7.2014 Έκλεινε όπου να ’ναι, δυο χρόνια άνεργος. Από τον έκτο μήνα της ανεργίας του, μετά από πολλά τηλεφωνήματα σε παλιούς γνωστούς, συνεντεύξεις με κυνηγούς κεφαλών και πολλά άλλα που δεν ήθελε ούτε να τα θυμάται ούτε να τα σκέφτεται, είχε αρχίσει να συνειδητοποιεί ότι τα πράγματα ήταν πολύ σκούρα. Η γκρίνια στο σπίτι, άρχισε από τις πρώτες εβδομάδες. Η Έλλη είχε συνηθίσει όλα αυτά τα χρόνια να τον ξεπροβοδίζει μέχρι την πόρτα το πρωί και μετά να κάνει τα δικά της, μέχρι το βράδυ που εκείνος γύριζε κουρασμένος από τη δουλειά. Συνήθιζαν να ανοίγουν ένα μπουκάλι κρασί και να συζητούν πάνω από το φαγητό της ημέρας περί ανέμων και υδάτων. Ύστερα έβλεπαν την ταινία που είχε πάντα διαλεγμένη από νωρίτερα η Έλλη. Καμιά φορά τον έπαιρνε ο ύπνος στον καναπέ, διαλυμένο από τον κάματο της ημέρας. Άλλες φορές παράταγαν την ταινία στη μέση κι έκαναν έρωτα στο πάτωμα. Κάπως έτσι περνούσε η γλυκιά ρουτίνα τους με μικρές εκδρομές μέχρι τη θάλασσα ή περιπάτους στο παρακείμενο δάσος μέχρι το εκκλησάκι του Αγίου Προκοπίου, τα σαββατοκύριακα. Μετά που έχασε τη δουλειά του στην γερμανική αντιπροσωπεία που δούλευε -οι Γερμανοί τα μάζεψαν και φύγανε κι αυτοί με την οικονομική κρίση που μάστιζε τους πάντες και τα πάντα και τους κυνηγούσε όλουςο Μένης βρέθηκε να είναι μέσα στα πόδια της Έλλης όλη μέρα, με τις εφημερίδες του απλωμένες πάνω στο φαρδύ τραπέζι της κουζίνας, ανοιγμένες στις σελίδες των αγγελιών· μαρκαρισμένες εδώ κι εκεί οι ελπίδες της ημέρας. Ελπίδες που συνεχώς λιγόστευαν, συνεχώς αποδεικνύονταν φρούδες, την ώρα που τα λεφτά της αποζημίωσης από την απόλυση, λιγόστευαν κι αυτά. Κουτουλούσαν τώρα πια η μία πάνω στον άλλο και το σπίτι σαν να μην τους χώραγε και τους δύο μαζί. Άρχισαν οι μικροκαυγάδες, οι πικρές κουβέντες, μέχρι και που σταμάτησαν να βλέπουν μαζί ταινίες. Ο ένας στις σκέψεις του η άλλη στις δικές της. Μια εκκωφαντική σιωπή, όπως θα έλεγαν κι οι λογοτέχνες, τους χώριζε· μια σιωπή που την διέκοπταν που και που μόνο πικρόχολα σχόλια, σαν μικρά ραπίσματα, στα πρόσωπα και των δυο τους, από τον έναν στην άλλη κι αντίστροφα. Μετά τα εννιάμηνα, ο Μένης είχε παραιτηθεί. Δεν έψαχνε πια, στα σοβαρά, για δουλειά. Πούλησαν κοψοχρονιά το σπίτι στην τράπεζα και με τα λιγοστά λεφτά που πήραν από την εκκαθάριση του δανείου, 158