"25th hour" project | Page 131

“25th hour” project Η σκηνή αυτή για χρόνια δεν άλλαζε, τα χρόνια που περνούσαν το θέμα του καυγά άλλαζαν. Το κέντημα και το βελονάκι είχαν τώρα όνομα «τα προικιά». Στο 25ο η κυρά Παγώνα πρόσθετε και το «βρε πως να σε παντρέψουμε» στις αναμενόμενες από την Μέλπω αγριοφωνάρες της. Το βράδυ κρυφάκουγε και την μουρμούρα της στον πατέρα. «Από το σόι σας πήρε. Τι να δει το παιδί; Τον πατέρα της να τρεκλίζει ανεβαίνοντας; Οι άλλοι πάν στην δουλειά κι εσύ μου γυρίζεις. Και πως γυρίζεις; Άδεια χέρια, άδειες τσέπες. Το κομπολόι δεν το ξέχασες, ε; Το τι θα φάμε και πως θα πορευτούμε ξέχασες. Το παιδί; Να ακούει για να μαθαίνει. Να μην ψάχνει τους ομορφονιούς. Τι κατάλαβα που σε πήρα; Ομορφονιός κι απένταρος. Χίλιες φορές τον σακάτη τον Σωκράτη να έπαιρνα… Με τις σόλες και τα τακουνάκια το έφτιαξε το δίπατο. Εμάς, θα πέσει κι η σκεπή. Κοίτα να μιλήσεις της λεγάμενης της κόρης σου να συμμαζευτεί, γιατί δεν θα ‘χουμε καλό τέλος. Και κοίτα … αύριο; Νωρίς! ‘Μα’ και ‘σου’ δεν θέλω. Ακόμη μια φορά και θα φύγω. Έφυγαν όλες απ’ το Ροδολίβος … πήγαν Γερμανία. Θα κουράζομαι, αλλά θα ησυχάσω. Τι να τη κάνω την Καβάλα; Τα σέα της και τα μέα της, για τους λεφτάδες. Με ρωτάς αν έχω χρόνο να τ’ αγναντέψω; Κι μάνα σου; Εκείνη παντρεύτηκα, όχι το γιο της». Γύρω στα 70 στο 20ο δεν φάνηκε πια η γιαγιά. Την έχασε κι αυτήν, τα κανακεύματά της, τα καλούδια της, το χαρτζιλίκι της, τις αγκαλιές της, τις συμβουλές της, τις παρηγοριές της. Μεγάλη αναντικατάστατη απώλεια. Χάθηκε η γέφυρα με την μάνα της. Βυθίστηκαν στο πένθος και οι δυο τους. Δεν τους ένωσε όμως. Η απόστασή τους μεγάλωνε, όπως και τα προβλήματα. Πάνω της έπεσε θαρρείς το παράπονο του γάμου της. Του αποτυχημένου. Δεν ήταν η φτώχεια, όλοι φτωχοί ήταν στις γειτονιές των καπνεργατών, ήταν τα άλλα, τα χούγια του πατέρα που κάναν την ζωή της Παγώνας μαύρη. Πήρε καιρό να καταλάβει. Άργησε, αλλά κατάλαβε. Εκεί τέλος 70, στο 25ο η μάνα της, απηυδισμένη πια από τις αργοπορίες, και μεγάλη ήδη η Μέλπω, δεν την άρπαζε άλλο απ’ το μαλλί. Η κοτσίδα είχε κάνει φτερά το 67, η χούντα ήρθε, κι εκείνη την κοτσίδα την έκοψε. Ο θυμός κι η συνήθεια δεν άφησαν την Παγώνα να δει ότι η Μέλπω 131