"25th hour" project | Page 130

“25th hour” project Μαρία Τολούδη | 14.7.2014 Μετρούσε τα σκαλιά κάθε φορά που ήθελε να τ’ ανεβεί. Μικρότερη, για ν’ αποδείξει ότι ήξερε να μετράει. Τα κατέβαινε και ο γιαλός απέναντί της. Η ομορφιά του, μια έκπληξη καθημερινή, δεν την άφηνε να τα μετρήσει. Βιαζόταν να τον φθάσει, να συναντήσει τα παιδιά. Ο γιαλός περίμενε άλλοτε φουρτουνιασμένος, άλλοτε γυαλί. Αυτό καθόριζε και την ενασχόληση. Οι νοτιάδες και τα βοριαδάκια καθόριζαν αν θα κατρακυλήσει τα σκαλιά ή θα τα περπατήσει. Η επιστροφή στο σπίτι επέβαλε το μέτρημα. Αργότερα, τα βάρη. Στο 10ο φαινόταν η καπνοδόχος, 12ο η κεραμιδοσκεπή, στο 15ο μέρος απ’ τα παράθυρα, το κυπαρίσσι, το κουρτινάκι. Η πόρτα αρχίζει να φαίνεται κι αυτή και να σου στο 20ο η γιαγιά της στο κατώφλι. «Βρε θα τις φας πάλι. Τι ώρα είναι αυτή; Πήρε να βραδιάζει και συ ακόμη να φανείς. Αυτή την φορά δεν τη γλυτώνεις. Τα καλά κορίτσια είναι σπίτι τους. Η Μαριγούλα, η Ζωή, η Σωτηρούλα. Εσύ που γυρνάς; Άντε βιάσου, κακομοίρα μου», έλεγε κι εκείνη ήδη βρίσκονταν στο 24ο. Στο 25ο η μάνα της την άρπαζε απ’ τη κοτσίδα και την τραβούσε μέσα. Να μην βλέπει κι η γειτονιά γιατί τις φωνές της μιας και της τσιρίδες της άλλης θα τις ακούγανε. «Με χτίκιασες πια. Του πατέρα σου μοιάζεις. Όλο ξεχνιέται κι αυτός. Που ξεχνιέσαι, βρε; Πες μου; Το σπίτι δεν έχει νερό; Ποιος γιαλός; Αγνάντευέ τον κι απ’ εδώ, απ’ το πεζουλάκι να μην γανιάζω κι εγώ. Δεν θέλω εξηγήσεις. Τι πάει να πει σου αρέσει; Πάρε ένα εργόχειρο στα χέρια. Μάθε το βελονάκι, να δεις πως περνάει η ώρα. Ένα, δύο και πάτημα. Πάλι απ’ την αρχή, στο τρία προσθέτεις και ξαναρχίζεις. Στο τέλος θα καμαρώνεις για το τι έκαμες. Τώρα; Τελευταία φορά, αύριο θα μείνεις μέσα. Δεν ακούω τίποτα. Άκου κορίτσι πράμα. Με τ’ αλάνια εσύ; Τι θα πει βαριέσαι εδώ πάνω; Τα καλά κορίτσια μαζί με την μάνα τους βρίσκονται. Τσέρκια και βόλοι, πετονιές και καβούρια είναι για τα’ αγόρια. Πάρε κι αυτό το τενεκεδάκι με τούτα τα βρωμερά τα πλάσματα». Έδινε μια και το τενεκεδάκι άδειαζε το περιεχόμενο στο πάτωμα. Τα καβουράκια πανικοβλημένα έτρεχαν τα καημένα να κρυφτούν. Βραχάκια δεν υπήρχαν. Στα γόνατα η Μέλπω να τρέχει να τα ξαναβάλει πίσω στο τενεκεδάκι. 130