"25th hour" project | Page 103

“25th hour” project Κουλουριάστηκα πεισιθάνατος ακατάληπτα, λόγια παρακλητικά. και έσκουζα, λέγοντας λόγια «Ηλιαχτίδααααα», φώναζα με όλο μου το κορμί να έρθει να με πάρει από δω. Το λιοντάρι πλησίαζε νωχελικά προς το μέρος μου. Το τέλος μου έφτασε. Τουλάχιστον λεύτερος. «Τι σημάδια είναι αυτά στα πόδια σου», μου λέει κοιτάζοντας τα κατατρυπημένα και ματωμένα μου πόδια. «Χτυπήματα», αποκρίθηκα σαν τρεμουλιαστή φλόγα. «Μας χτυπάνε στα πόδια με ξύλα που έχουν άγκιστρα μπροστά». Το λιοντάρι κάθισε και συνέχισα να του λέω για αυτά που έχω τραβήξει, για το πώς μου τροχίσανε τα δόντια χωρίς αναισθησία για να μην έχω τίποτα που θα μπορούσε να κάνει κακό σε μένα και στους άλλους, ώστε να μπορούν να μας βασανίζουν όσο καιρό θέλουν, για την απόγνωση, τη βία, τη μυρωδιά θανάτου, τις αρρώστιες και τους ημιθανείς συγκρατούμενους που στέκαν ασάλευτοι και αβοήθητοι μέρες εκεί, μέχρι να τους φύγει η πνοή. Καμιά φορά την έβλεπα να φεύγει τη ζωή από το στόμα τους. Ήταν λευκή, διάφανη, ζωηρή και πέταγε ψηλά, ποιος ξέρει για πού, αφήνοντας λυτρωμένο το κουφάρι το ταλαιπωρημένο. Δεν τολμούσα τόση ώρα να το κοιτάξω το λιοντάρι στα μάτια. Δειλά γύρισα τις κόρες μου και, όταν συνάντησα τα δικά του μάτια, είδα δύο υγρές κόγχες, γεμάτες πόνο και λύπηση. Άρχισα να κλαίω και ’γω. Σύρθηκα δειλά κοντά του και κρ